- ἐπιπλόου
- ἐπίπλοονfold of the peritoneumneut gen sgἐπίπλοος 1sailing againstmasc gen sgἐπίπλοος 2sailing againstmasc gen sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἠπιπλόου — ἐπιπλόου , ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut gen sg ἐπιπλόου , ἐπίπλοος 1 sailing against masc gen sg ἐπιπλόου , ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρεπιπλοϊκός — ή, ό φρ. «γαστρεπιπλοϊκές αρτηρίες» δύο αρτηρίες τού στομάχου και τού μείζονος επιπλόου … Dictionary of Greek
ηπατογαστρικός — ή, ό φρ. «ηπατογαστρικός σύνδεσμος» το τμήμα τού ελάσσονος επιπλόου που εκτείνεται μεταξύ τών πυλών τού ήπατος και τού ελάσσονος τόξου τού στομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + γαστρικός < γαστήρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν … Dictionary of Greek
ηπατοδωδεκαδακτυλικός — ή, ό φρ. «ηπατοδωδεκαδακτυλικός σύνδεσμος» το τμήμα τού ελάσσονος επιπλόου που εκτείνεται μεταξύ τών ηπατικών πυλών και τού άνω τμήματος τού δωδεκαδακτύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + δωδεκαδακτυλικός] … Dictionary of Greek
στεατονέκρωση — η, Ν ιατρ. νέκρωση τού λιπώδους ιστού τού περιτοναίου και τού μείζονος επιπλόου υπό μορφή λευκοκίτρινων κηλίδων, η οποία αποτελεί παθογνωμονική αλλοίωση επί οξείας αιμορραγικής παγκρεατίτιδας … Dictionary of Greek
υδροεπιπλοκήλη — η, Ν ιατρ. κήλη τού επιπλόου με υδροκήλη … Dictionary of Greek
χορδόκοιλον — τὸ, Μ συν. στον πληθ. τὰ χορδόκοιλα τα λεπτά έντερα τών ζώων μαζί με το μεσεντέριο και μέρος,τού επιπλόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + κοιλον, ουδ. τού κοίλος (< κοιλία), πρβλ. ὑδρό κοιλος] … Dictionary of Greek